δίσκος

δίσκος
δίσκος
Grammatical information: m.
Meaning: `throwing disc' (Il.).
Other forms: ̥
Compounds: Compound δίσκ-ουρα n. pl. (Ψ 523) `throwing distance', from δίσκου οὖρα (Ψ 431), s. οὖρον 2..
Derivatives: Dimin. δισκάριον (Orib.); further δισκεύς name of a comete (Lyd.; s. Scherer Gestirnnamen 107). - Denomin. δισκέω `throw the đ.' with δίσκημα `throw, what is thrown' (cf. the nouns in -(η)μα in the tragedy, Chantr. Form. 184ff.); also δισκεύω `id.' with δισκευτής (Arist.-Com.). - Unclear δίσκελλα σπυρίς H.; a Latin suffix seems improbable; cf. synonymous fiscella.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. pointed out that *δίκ-σκος from δικεῖν `throw' is hardly possible. Because the suffix in nominal derivation is rare, one assumed a σκ-present, which is unknown. Fur. 297 etc. drew the conclusion that we have to start from *δικσ-, a variant of δικ-εῖν, which is Pre-Greek. Cf. on δίκτυον, which will have δικτ- (s.v.).
Page in Frisk: 1,399

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίσκος — quoit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — ο 1. κυκλική πλάκα από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της δισκοβολίας. 2. η δισκοβολία. 3. σκεύος που χρησιμοποιείται για σερβίρισμα. 4. κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα δίσκου: Το ηλιοβασίλεμα ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα σαν ένας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο …   Dictionary of Greek

  • δίσκω — δίσκος quoit masc nom/voc/acc dual δίσκος quoit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καδδίσκος — δίσκος , δίσκος quoit masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκε — δίσκος quoit masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοι — δίσκος quoit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοιο — δίσκος quoit masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκοις — δίσκος quoit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”